- εσπουδασμένως
- ἐσπουδασμένως (Α)1. επίρρ. σπουδαία, σοβαρά2. με ζήλο3. γρήγορα, εσπευσμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εσπουδασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού σπουδάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐσπουδασμένως — seriously indeclform (adverb) σπουδάζω to be busy perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατραβιάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβιάζειν και λατραβίζω συνδέονται με το λατ. latrō, πιθ. με σημ. «γαβγίζω»] … Dictionary of Greek